Πηγαί

Πηγαί
I
Ιαματικές πηγές της αρχαιότητας. Βρίσκονταν στην Ανατολική Θράκη, κοντά στον Εύξεινο Πόντο και σε απόσταση δύο ωρών από την Απολλωνία. Από κει πέρασε το 515 π.Χ. ο Δαρείος και έμεινε τρεις μέρες. Πριν φύγει έστησε μια αναθηματική στήλη. Τη βυζαντινή εποχή, στη θέση των Π. βρισκόταν η πόλη Βρύσις και στα βόρεια το φρούριο Βρυσόκαστρο ή Φρούριο των Π. Το 1371 η πόλη κυριεύτηκε από τον Μουράτ A΄ και μετονομάστηκε σε Μπουνάρ-Χισάρ, κατά μετάφραση στα τούρκικα του Βρυσόκαστρου.
II
Πόλη της αρχαίας Μεγαρίδας, στον Κορινθιακό κόλπο. Ήταν η πιο σημαντική πόλη μετά την πρωτεύουσα, τα Μέγαρα, και εμπορικό λιμάνι. Ο Στράβων μας πληροφορεί πως η πόλη αυτή βρισκόταν στο πιο στενό τμήμα του Μεγαρικού ισθμού και ότι απείχε από τη Νισαία κάπου 120 στάδια. Η πόλη ήταν κρίσιμη για τη ναυσιπλοΐα στον Κορινθιακό. Το 455 π.Χ., μετά τη συμμαχία των Μεγαρέων με τους Αθηναίους, οι Αθηναίοι την οχύρωσαν, και την χρησιμοποιούσαν για να στέλνουν τα στρατεύματά τους εναντίον των βόρειων ακτών της Πελοποννήσου. Αλλά και μετά την αποστασία των Μεγαρέων, το 453, οι Αθηναίοι εξακολούθησαν να κατέχουν τις Π. και παρέδωσαν την πόλη μόνο όταν έγινε η τριακονταετής ανακωχή. Το 243 π.Χ., η πόλη έγινε μέλος του Αχαϊκού Συνδέσμου, ανεξαρτητοποιήθηκε από τα Μέγαρα, και είχε και δικά της χάλκινα νομίσματα. Αλλά και στους ρωμαϊκούς χρόνους εξακολούθησε να είναι σημαντική πόλη, με δικά της νομίσματα που έφεραν την αυτοκρατορική προτομή και την επιγραφή ΠΑΓΑΙΩΝ.
Η πόλη Π. αναφέρεται και με το όνομα Παγαί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πηγαί — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαί — πηγή running water fem nom/voc pl πηγός well put together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίως — πηγαί̱ως , πηγαῖος from a spring adverbial πηγαί̱ως , πηγαῖος from a spring masc acc pl (doric) πηγαί̱ως , πηγαῖος from a spring adverbial πηγαί̱ως , πηγαῖος from a spring masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίων — πηγαί̱ων , πηγαῖος from a spring fem gen pl πηγαί̱ων , πηγαῖος from a spring masc/neut gen pl πηγαί̱ων , πηγαῖος from a spring masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαία — πηγαί̱ᾱ , πηγαῖος from a spring fem nom/voc/acc dual πηγαί̱ᾱ , πηγαῖος from a spring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίας — πηγαί̱ᾱς , πηγαῖος from a spring fem acc pl πηγαί̱ᾱς , πηγαῖος from a spring fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίοις — πηγαί̱οις , πηγαῖος from a spring masc/neut dat pl πηγαί̱οις , πηγαῖος from a spring masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίοισι — πηγαί̱οισι , πηγαῖος from a spring masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πηγαί̱οισι , πηγαῖος from a spring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίοισιν — πηγαί̱οισιν , πηγαῖος from a spring masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πηγαί̱οισιν , πηγαῖος from a spring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίου — πηγαί̱ου , πηγαῖος from a spring masc/neut gen sg πηγαί̱ου , πηγαῖος from a spring masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”